ζυμώτρια

ζυμώτρια
και ζυμώτρα, η
βλ. ζυμωτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζυμωτής — ο, θηλ. ζυμώτρια και ζυμώτρα (Μ ζυμωτής) [ζυμώ] αυτός που έχει ως έργο ή επάγγελμα το ζύμωμα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ζυμώτρα αυτή που ζυμώνει με αμοιβή στα σπίτια άλλων …   Dictionary of Greek

  • ζυμωτής — ο θηλ. ζυμώτρια 1. αυτός που ζυμώνει. 2. ένζυμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”